- κροκάτος
- -η, -ο (AM κροκᾱτος, -άτη, -ᾱτον, Μ και κορκᾱτος, -άτη, ᾱτον)αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος («ω τής αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλλα τού δειλινού», Βάρν.)μσν.1. (για φαγητό) αυτός που έχει παρασκευαστεί ή καρυκευθεί με κρόκο αβγού2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κροκᾱτονη κίτρινη περγαμηνή.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος. Το ουδ. κροκᾶτον είναι αντιδάνεια λ. < λατ. crocatus].
Dictionary of Greek. 2013.